- μελαγχολικός
- -ή, -ό (ΑM μελαγχολικός, -ή, -όν)νεοελλ.1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός»)2. αυτός που πάσχει από μελαγχολίανεοελλ.-μσν.βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφοςμσν.1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαγχολικόνασθένεια που προέρχεται από έγχυση χολής στο αίμααρχ.1. αυτός που προέρχεται από την ασθένεια μελαγχολία2. υποχονδριακός.επίρρ...μελαγχολικώς και -ά (Α μελαγχολικῶς)με μελαγχολικό τρόπο, με μελαγχολία, με δυσθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Για σημασιολογικά σχόλια βλ. λ. μελαγχολία. Τη λ. δανείστηκαν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholic, γαλλ. melancholique).
Dictionary of Greek. 2013.